φουρνιστή

φουρνιστή
η, Ν
ναυτ. βλ. φουρνιστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φουρνιστή — η δίσκελο εσωτερικό ξύλινο ή σιδερένιο δέσιμο του πλοίου για την αποτροπή της παραμόρφωσής του από την πίεση της θάλασσας ή του φορτίου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρνιστός — ή, ό, Ν [φουρνίζω] 1. ψημένος στον φούρνο 2. το θηλ. ως ουσ. η φουρνιστή ναυτ. το κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για την στερέωση τού σκελετού τών πλοίων, η αστράβη …   Dictionary of Greek

  • φουρνιστός — ή, ό 1. αυτός που ψήθηκε ή ετοιμάστηκε στο φούρνο: Σύκα φουρνιστά (αντίθ. λιαστά). 2. το θηλ. ως ουσ., φουρνιστή (βλ.λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”